- καλλιστάδιος
- καλλιστάδιος, -ον (Α)(για τόπο)αυτός που έχει ωραίο στίβο («Ἀχιλῆος δρόμους καλλισταδίους», Ευρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)-* + -στάδιος (< στάδιον), πρβλ. ολιγο-στάδιος, ομοιο-στάδιος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καλλισταδίους — καλλιστάδιος with a fine race course masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)